- πολισσοῦχοι
- πολισσοῦχοςdwelling in the citymasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολισσούχος — ον, ΜΑ μσν. πολίτης αρχ. 1. πολιούχος («ὦ Ζεῦ τε καὶ Γῆ καὶ πολισσοῦχοι θεοί», Αισχύλ.) 2. αυτός που κατοικεί σε πόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο δυσερμήνευτος τ. πολισσοῦχος είναι πιθ. ποιητ. αντί τού πολιοῦχος και έχει σχηματιστεί πιθ. αναλογικά προς το… … Dictionary of Greek
ω — ὦ, ΝΜΑ, και ὤ Α επιφώνημα που χρησιμοποιείται: 1. για να δηλώσει: α) χαρά, έκπληξη, θαυμασμό β) λύπη, πόνο (α. «ω δυστυχία μου!» β. «ὢ τάλας ἐγώ», Σοφ.) γ) παράπονο, αγανάκτηση, οργή (α. «ω κακό που μέ βρήκε!» β. «ὢ ὢ κακά», Αισχύλ.) 2. (στην αρχ … Dictionary of Greek